- σειροδέτηση
- η, Νναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σειροδοτώ, κν. μουδάρισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σειροδετώ. Η λ., στον λόγιο τ. σειροδέτησις, μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαντιζέλο — το ναυτ. 1. σύσπαστο με το οποίο ανυψώνονται τα ιστία, ώστε να υποβοηθείται η σειροδέτησή τους, ο έκφορος 2. φρ. «κόντρα μαντιζέλο» ο παρέκφορος … Dictionary of Greek